- εκλαύσθην
- αόρ. от κλαίομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκλαύσθην — κλαίω cry aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κλαίω cry aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)